- τρίβιουμ
- το, Νκύκλος σπουδών που περιείχε τρεις ελευθέριες τέχνες, τη γραμματική, τη ρητορική και τη διαλεκτική, οι οποίες διδάσκονταν πριν από το κουαντρίβιουμ στα μεσαιωνικά πανεπιστήμια τής Ευρώπης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουαντρίβιουμ — και κβαντρίβιουμ, το ο κύκλος τών τεσσάρων ελεύθερων τεχνών (αριθμητικής, γεωμετρίας, μουσικής, και αστρονομίας), τών οποίων η σπουδή αποτελούσε συνέχεια τών σπουδών τού τρίβιουμ στα μεσαιωνικά ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ.… … Dictionary of Greek
πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… … Dictionary of Greek
τέχνη — Σε γενική έννοια, τ. ονομάζεται κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα που, χρησιμοποιώντας διάφορες γνώσεις, τις εφαρμόζει για την πραγματοποίηση ενός ορισμένου σκοπού. Η εκδοχή αυτή περικλείει με τη σειρά της 3 ξεχωριστές έννοιες του όρου: την αισθητική… … Dictionary of Greek